Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση το κυριότερο πρόβλημα για τις ΜμΕ

Αν και η πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση παραμένει το κυριότερο πρόβλημα για τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι τελευταίες, για πρώτη φορά το 2018, ανέφεραν βελτίωση στην προσφορά τραπεζικών δανείων, πιστωτικών ορίων, εμπορικών πιστώσεων και υπηρεσιών χρηματοδοτικής μίσθωσης.

Οι συνθήκες της τραπεζικής, κυρίως, χρηματοδότησης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων στην Ελλάδα, περιγράφονται στην έρευνα SAFE που δημοσιεύεται στην ετήσια Έκθεση του Διοικητή της ΤτΕ για το 2018. Τα αποτελέσματα της έρευνας καλύπτουν συνολικά την περίοδο Οκτωβρίου 2017-Σεπτεμβρίου 2018 (περίοδος 2017Β που καλύπτει το διάστημα Οκτωβρίου 2017-Μαρτίου 2018 και η επανάληψη 2018Α το διάστημα Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2018). Στις εξεταζόμενες περιόδους 2017Β και 2018Α το δείγμα της έρευνας αριθμούσε αντίστοιχα 775 και 484 ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν ως μικρομεσαίες επειδή απασχολούσαν λιγότερους από 250 εργαζομένους. 

Σημειώνεται ότι τα αποτελέσματα της έρευνας υποδηλώνουν ότι οι επιχειρήσεις τείνουν να διατηρούν μακροχρόνιες σχέσεις συνεργασίας με μία κύρια τράπεζα. 

Ειδικότερα, ως ποσοστό επί του συνόλου, 72% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι συνεργάζεται επί δέκα ή περισσότερα έτη με μία κύρια τράπεζα, 16% ανέφερε σχέση διάρκειας μεταξύ πέντε και εννέα ετών, 9% μεταξύ ενός και τεσσάρων ετών και μόνο 1% ότι συνεργάζεται για διάστημα μικρότερο του έτους. Όταν ζητήθηκε από τις επιχειρήσεις να αναφέρουν το ποσοστό του συνολικού τραπεζικού δανεισμού που διατηρούν στην κύρια τράπεζά τους, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ότι συνεργάζονται κατά μέσο όρο με 2,7 τράπεζες. Ποσοστό 24% των επιχειρήσεων δήλωσε ότι συγκεντρώνει άνω του 75% του δανεισμού τους σε μία κύρια τράπεζα, το 12% μεταξύ 50% και 75%, το 7% μεταξύ 25% και 50% και 15% απάντησε ότι το ποσοστό του δανεισμού τους από την κύρια τράπεζα είναι μικρότερο του 25%.

Η έρευνα SAFE διαπιστώνει ότι η πρόσβαση σε εξωτερική χρηματοδότηση συνέχισε να θεωρείται συνολικά το κυριότερο πρόβλημα για τις περισσότερες επιχειρήσεις (2018Α: 17% και 2017Β: 21%, έναντι 2017Α: 23%). Σημειώνεται ότι το ποσοστό έχει μετριαστεί σημαντικά σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν – ήταν 40% την περίοδο Οκτωβρίου 2013- Μαρτίου 2014. 

Σχετικά με τις πηγές εξωτερικής χρηματοδότησης, οι απαντήσεις των μικρομεσαίων επιχειρήσεων υποδηλώνουν ότι οι εμπορικές πιστώσεις χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν στο μέλλον από το μεγαλύτερο ποσοστό του δείγματος μικρομεσαίων επιχειρήσεων (2018Α: 51% και 2017Β: 48%). 

Παραπλήσια ποσοστά καταγράφονται αναφορικά με τα τραπεζικά δάνεια τακτής λήξης (2018Α: 48% και 2017Β: 42%), καθώς και τις συγχρηματοδοτούμενες ή καλυπτόμενες με εγγυήσεις (ή άλλα συναφή ευεργετήματα) από δημόσιους φορείς τραπεζικές πιστώσεις (2018Α: 48% και 2017Β: 46%). 

Ακολουθούν τα τραπεζικά προϊόντα των πιστωτικών ορίων ή υπεραναλήψεων (2018Α: 31% και 2017Β: 35%), οι υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (2018Α: 25% και 2017Β: 29%), το μετοχικό κεφάλαιο (2018Α: 19% και 2017Β: 23%) και τα μη διανεμόμενα κέρδη (2018Α: 16% και 2017Β: 14%). 

Μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης που αναφέρονται ως λιγότερο σχετιζόμενες με τη δραστηριότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι η "έκδοση χρεογράφων” και με τα ίδια ποσοστά τα λοιπά δάνεια (2018Α: 12% και 2017Β: 13%), η πρακτορεία απαιτήσεων (2018Α: 10% και 2017Β: 8%) και οι λοιπές πηγές (2018Α: 1% και 2017Β: 3%).

Ταυτόχρονα, όσον αφορά τα τραπεζικά δάνεια, σε υψηλά επίπεδα παρέμεινε το ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που ανέφεραν ότι αυτή η πηγή χρηματοδότησης δεν τις αφορά (2018Α: 51% και 2017Β: 57%, έναντι 2017Α: 44%).

Μεταξύ των κυριότερων λόγων γι’ αυτό, οι επιχειρήσεις ανέφεραν ότι δεν χρειάζονται χρηματοδότηση αυτού του είδους (2018Α: 50% και 2017Β: 45%, έναντι 2017Α: 39%), καθώς επίσης και ότι τα επιτόκια βρίσκονται σε υπερβολικά υψηλά επίπεδα (2018Α: 23% και 2017Β: 21%, έναντι 2017Α: 30%) και ότι δεν διατίθενται τραπεζικά δάνεια (2018Α: 13% και 2017Β: 19%, αμετάβλητο έναντι της περιόδου 2017Α). 

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα, συνέχισαν να αναφέρουν καθαρό ποσοστό αύξησης των αναγκών (δηλ. της ζήτησης) για τραπεζικά δάνεια τακτής λήξης (2018Α: 19% και 2017Β: 23%, έναντι 2017Α: 19%), καθώς επίσης για πιστωτικά όρια ή υπεραναλήψεις (2018Α: 22% και 2017Β: 28%, έναντι 2017Α: 23%). Σημειώνεται ότι αυτά τα καθαρά ποσοστά έχουν μετριαστεί σημαντικά σε σύγκριση με το παρελθόν: το καθαρό ποσοστό όσον αφορά τα τραπεζικά δάνεια και τα πιστωτικά όρια ή τις υπεραναλήψεις ήταν 51% κατά την περίοδο Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2012. 

Θετικό παρέμεινε και το καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που αναφέρουν ότι αυξάνονται οι ανάγκες τους για άλλες εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (2018Α και 2017Β αμετάβλητο: 15%, έναντι 2017Α: 16%) και οι εμπορικές πιστώσεις (2018Α: 24% και 2017Β: 30%, έναντι 2017Α: 26%). 

Όσον αφορά το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποίησαν τη χρηματοδότηση που έλαβαν, μεγαλύτερο ήταν το ποσοστό του δείγματος που συνέχισε να αναφέρει ως συχνότερη χρήση τη δημιουργία αποθεμάτων και άλλων κεφαλαίων κίνησης (2018Α: 42% και 2017Β: 44%, έναντι 2017Α: 45%).

Επιπρόσθετα, οι δύο τελευταίες επαναλήψεις της έρευνας κατέγραψαν υψηλά ποσοστά για τις επιχειρήσεις που έκαναν χρήση χρηματοδοτικών κεφαλαίων προκειμένου να αναπτύξουν και να διαθέσουν νέα προϊόντα ή υπηρεσίες (2018Α: 36% και 2017Β: 39%, έναντι 2017Α: 21%), καθώς επίσης για αναχρηματοδότηση ή εξόφληση υποχρεώσεων (2018Α: 33% και 2017Β: 35%, έναντι 2017Α: 30%) και για επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (2018Α: 32% και 2017Β: 34%, έναντι 2017Α: 27%). 

Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα ανέφεραν για πρώτη φορά ότι η διαθεσιμότητα (δηλ. η προσφορά) τραπεζικών δανείων βελτιώθηκε σε καθαρή βάση στην πιο πρόσφατη επανάληψη της έρευνας (2018Α: 4% και 2017Β: -3%, αμετάβλητο έναντι της περιόδου 2017Α).

Ομοίως, ενισχυόμενο καθαρό ποσοστό αύξησης στις δύο τελευταίες περιόδους της έρευνας ανέφεραν οι επιχειρήσεις για τη διαθεσιμότητα πιστωτικών ορίων ή υπεραναλήψεων (2018Α: 20% και 2017Β: 2%, έναντι 2017Α: -2% και επαναλαμβανόμενων αρνητικών καθαρών ποσοστών σε όλα τα προηγούμενα κύματα της έρευνας από το έτος 2009). 

Επιπρόσθετα, για τρίτη συνεχή επανάληψη, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα αναφέρουν, σε καθαρή βάση, βελτίωση της διαθεσιμότητας όσον αφορά τις εμπορικές πιστώσεις (2018Α: 10% και 2017Β: 3%, έναντι 2017Α: 4%, αλλά αρνητικών καθαρών ποσοστών σε όλα τα προηγούμενα κύματα της έρευνας από το έτος 2009) και τις υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (2018Α: 7% και 2017Β: 6%, έναντι 2017Α: 9%, αλλά αρνητικών καθαρών ποσοστών μεταξύ Οκτωβρίου 2014 και Μαρτίου 2017).