Ο κίνδυνος της υπερχρέωσης αποτρέπει τις επιχειρήσεις από τον τραπεζικό δανεισμό

Αποφεύγουν να πάρουν δάνεια για να αποφύγουν την υπερχρέωση, έστω και αν οι τράπεζες είναι πλέον πολύ πιο πρόθυμες να τις δανειοδοτήσουν. Αυτό δείχνει για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις η τελευταία έρευνα (SAFE) για τις συνθήκες χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ, αποκαλύπτοντας ότι το 43% των επιχειρήσεων δεν υπέβαλε αίτημα για τραπεζικό δάνειο, προτιμώντας να καλύψει τις ανάγκες του μέσω της διακράτησης υψηλών διαθεσίμων (μετρητών ή βραχυπρόθεσμων καταθέσεων).

Η έρευνα SAFE καλύπτει συνολικά την περίοδο Απριλίου 2017 - Μαρτίου 2018 και έγινε σε δύο επαναληπτικές περιόδους, Απριλίου-Σεπτεμβρίου 2017 (περίοδος "2017Α”) και Οκτωβρίου 2017-Μαρτίου 2018 (περίοδος "2017Β”). Στις εξεταζόμενες περιόδους, το δείγμα της έρευνας αριθμούσε άνω των 11.000 επιχειρήσεων, από τις οποίες 90% και πλέον ήταν μικρομεσαίες, δηλ. απασχολούσαν λιγότερους από 250 εργαζομένους. 

Όπως συνάγεται από την έρευνα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ εκτιμούν ότι έχει βελτιωθεί η χρηματοοικονομική τους κατάσταση, αναφέροντας μικρή αύξηση του κύκλου εργασιών τους (2017Β: 24% και 2017Α: 27%, έναντι 2016Β: 19%), γεγονός που συνάδει με την επιτάχυνση της οικονομικής δραστηριότητας στη ζώνη του ευρώ. Το αξιοσημείωτο είναι ότι για πρώτη φορά από την έναρξη της έρευνας το 2009, στις εξεταζόμενες περιόδους οι επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ ανέφεραν, σε καθαρή βάση, ότι η κερδοφορία τους παρουσίασε αύξηση (2017Β: 4% και 2017Α: 5%) μετά από δύο περιόδους σταθερότητας (2016Β και 2016Α), οι οποίες είχαν διαδεχθεί πολλές επαναλήψεις της έρευνας που κατέγραφαν συνεχή υποχώρηση.

Επιπρόσθετα, η απομόχλευση των ισολογισμών των επιχειρήσεων προχώρησε, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνέχισαν να διαπιστώνουν, σε καθαρή βάση, υποχώρηση του δείκτη χρέους προς ενεργητικό (2017Β: -7% και 2017Α: -10%, έναντι 2016Β: -8%). 

Στην κατάταξη των κυριότερων προβληματισμών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ―ως ποσοστό επί του συνόλου― την πρώτη θέση καταλαμβάνει η διαθεσιμότητα εξειδικευμένου ή έμπειρου ανθρώπινου δυναμικού (2017Β: 24% και 2017Α: 23%, έναντι 2016Β: 19%), ενώ πέρασε στη δεύτερη θέση η εύρεση πελατών (2017Β: 23% και 2017Α: 24%, έναντι 2016Β: 26%). Η πρόσβαση σε χρηματοδότηση εξακολούθησε να θεωρείται συνολικά ως το λιγότερο σημαντικό ζήτημα (2017Β και 2017Α: 8%, έναντι 2016Β: 9%). 

Ο δανεισμός

Τραπεζικά δάνεια και τραπεζικά προϊόντα πιστωτικών ορίων ή υπεραναλήψεων είναι η συνηθέστερη πηγή εξωτερικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων στη ζώνη του ευρώ. Κατά τις εξεταζόμενες περιόδους, η έρευνα διαπιστώνει ότι τα τραπεζικά δάνεια (2017Β: 53% και 2017Α: 52%) αφορούν (χρησιμοποιήθηκαν στο παρελθόν ή ενδέχεται να χρησιμοποιηθούν μελλοντικά) τις περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, όμοια με τα τραπεζικά προϊόντα των πιστωτικών ορίων ή υπεραναλήψεων (2017Β: 52% και 2017Α: 53%). 

Ακολουθούν οι υπηρεσίες χρηματοδοτικής μίσθωσης (2017Β και 2017Α: 46%), τα επιχορηγούμενα από δημόσιους φορείς τραπεζικά δάνεια (2017Β: 36% και 2017Α: 34%), οι εμπορικές πιστώσεις (2017Β και 2017Α: 31%), τα μη διανεμόμενα κέρδη (2017Β και 2017Α: 25%) και τα λοιπά δάνεια (2017Β: 18% και 2017Α: 20%). 

Μεταξύ των πηγών χρηματοδότησης που αναφέρονται ως λιγότερο σχετιζόμενες με τη δραστηριότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων είναι η έκδοση μετοχών (2017Β: 11% και 2017Α: 12%), η πρακτορεία απαιτήσεων (2017Β και 2017Α: 9%), οι λοιπές πηγές (2017Β: 4% και 2017Α: 5%) και η έκδοση χρεογράφων (2017Β και 2017Α: 3%). 

Η ζήτηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τραπεζικές πιστώσεις παραμένει σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, με ελαφρά αύξηση των αναγκών των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τραπεζικά δάνεια (3%). Σε σχετικά υψηλότερα επίπεδα κινείται το θετικό καθαρό ποσοστό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που αναφέρει αύξηση των αναγκών τους για πιστωτικά όρια ή υπεραναλήψεις (2017Β: 7% και 2017Α: 4%, έναντι 2016Β: 6%). 

Ενισχυμένο διαπιστώνεται και το θετικό καθαρό ποσοστό των επιχειρήσεων που δηλώνουν ότι αυξάνονται οι ανάγκες τους για άλλες εξωτερικές πηγές χρηματοδότησης, όπως η χρηματοδοτική μίσθωση (2017Β: 12% και 2017Α: 11%, έναντι 2016Β: 10%) και οι εμπορικές πιστώσεις (2017Β: 11% και 2017Α: 9%, έναντι 2016Β: 8%). Αύξηση, σε καθαρή βάση, συνέχισαν να αναφέρουν οι επιχειρήσεις όσον αφορά τη ζήτηση για λοιπά δάνεια (2017Β: 7% και 2017Α: 4%, έναντι 2016Β: 8%).

Γενικά, ωστόσο, η έρευνα SAFE διαπιστώνει ότι οι ανάγκες των επιχειρήσεων για τραπεζικές πιστώσεις ―μολονότι ενισχύθηκαν στην τελευταία επανάληψη της έρευνας― φαίνεται ότι διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, εν μέρει λόγω επάρκειας εσωτερικών πηγών χρηματοδότησης. Και αυτό διότι οι επιχειρήσεις στη ζώνη του ευρώ προτιμούν να διακρατούν πολύ υψηλά επίπεδα διαθεσίμων (με τη μορφή μετρητών ή βραχυπρόθεσμων καταθέσεων), γεγονός που περιορίζει τις ανάγκες εξωτερικής χρηματοδότησης. 

Προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και οι ενδείξεις που παρέχει η έρευνα ότι ένα μεγάλο ποσοστό επί του συνόλου των ερωτηθεισών μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν υπέβαλε αίτημα τραπεζικού δανείου λόγω επαρκών κεφαλαίων (2017Β και 2017Α: 43%, έναντι 2016Β: 39%), στοιχείο ενδεικτικό του ότι μεγάλο μέρος των επιχειρήσεων αποφεύγουν να αυξήσουν περαιτέρω το δανεισμό τους από το τραπεζικό σύστημα για να μη δημιουργηθούν προβλήματα υπερχρέωσης. 

Πέρα από την συνεχιζόμενη προσπάθεια των επιχειρήσεων να προβούν σε απομόχλευση, η έκδοση μετοχών και η έκδοση ομολόγων δεν φαίνεται να υποκαθιστούν τη χρήση τραπεζικής χρηματοδότησης, καθώς οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξακολουθούν να τις συγκαταλέγουν μεταξύ των λιγότερο χρησιμοποιηθεισών πηγών χρηματοδότησης, κατά το προηγούμενο εξάμηνο (2017Β: 1%). 

Όσον αφορά το σκοπό για τον οποίο χρησιμοποίησαν τη χρηματοδότηση που έλαβαν, οι περισσότερες μικρομεσαίες επιχειρήσεις συνέχισαν να αναφέρουν συχνότερη χρήση για επενδύσεις πάγιου κεφαλαίου (2017Β: 44% και 2017Α: 40%, αμετάβλητο έναντι της περιόδου 2016Β), καθώς και για τη δημιουργία αποθεμάτων και άλλων κεφαλαίων κίνησης (2017Β: 35% και 2017Α: 33%, αμετάβλητο έναντι της περιόδου 2016Β). 

Όσον αφορά, τέλος, τους όρους και τις προϋποθέσεις λήψης τραπεζικής χρηματοδότησης, η έρευνα καταγράφει ως επί το πλείστον υποχώρηση ―μολονότι ολοένα ασθενέστερη― των τραπεζικών επιτοκίων, αύξηση στο ποσό και στη διάρκεια των διαθέσιμων πιστώσεων και αύξηση στις λοιπές χρεώσεις, τέλη και προμήθειες επί των τραπεζικών πιστώσεων (κάτι που αποτυπώνει τη στρατηγική των τραπεζών για την αντιστάθμιση των διαφυγόντων εσόδων εξαιτίας της μείωσης του γενικού επιπέδου των επιτοκίων).