Νέο σκηνικό στις διαπραγματεύσεις ΔΕΗ-βιομηχανίας για τα τιμολόγια

Χωρίς αποτέλεσμα συνεχίζουν να είναι οι προσπάθειες για την εξεύρεση λύσης στο θέμα των τιμολογίων ηλεκτρικής ενέργειας της βαριάς βιομηχανίας. Παρά τις προσπάθειες που έχουν εκδηλωθεί ακόμη και από εκπροσώπους της κυβέρνησης, οι προτάσεις που έχουν φτάσει από τη ΔΕΗ προς τους μεγάλους βιομηχανικούς πελάτες, μεταφράζονται σε σημαντικές αυξήσεις, που για ορισμένες κατηγορίες ενεργοβόρων βιομηχανιών, φτάνουν το 30%-40%. 

Η βιομηχανία έχει κάθετα αρνηθεί τις εν λόγω προτάσεις όχι μόνο γιατί συνεπάγονται σημαντική αύξηση του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και για έναν πρόσθετο λόγο: οι πελάτες της ΔΕΗ στη υψηλή τάση έχουν ήδη πληρώσει το 2018, σε σχέση με το 2017 σημαντικές αυξήσεις της τάξης του 15 έως 20% εξαιτίας της αύξησης του κόστους των ρύπων.

Εδώ πρέπει να επισημανθούν τρία πράγματα:

Πρώτον, ότι στην υψηλή τάση το κόστος των ρύπων είναι χωριστή διακριτή χρέωση και ότι όταν υπάρχει αύξηση ή μείωση, αναλόγως επιβαρύνεται ή μειώνεται το κόστος. Έτσι από κόστος ρύπων κάτω από τα 4 ευρώ η μεγαβατώρα που πλήρωναν οι μεγάλες βιομηχανίες στα τέλη του 2017, σήμερα πληρώνουν πάνω από 11 ευρώ η μεγαβατώρα. 

Δεύτερον ότι υπάρχουν κατηγορίες βιομηχανιών όπως οι τσιμεντοβιομηχανίες που δεν εξασφαλίζουν αντιστάθμιση από τους ρύπους, δηλαδή πληρώνουν το σύνολο του επιπλέον κόστους για τους ρύπους.

Για τους καταναλωτές αυτούς η αύξηση στο κόστος ηλεκτρικής ενέργειας φέτος σε σχέση με πέρυσι φτάνει το 20% (στο σύνολο του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας), ενώ από το 2019 αναμένεται περαιτέρω αύξηση (της τάξης των 5 με 6 ευρώ η μεγαβατώρα). 

Τρίτον ότι η αύξηση του κόστους ρύπων είναι η βασική αιτία που επιβαρύνονται τα αποτελέσματα της ΔΕΗ (σε μικρότερο βαθμό η εταιρία επιβαρύνεται από την αύξηση της χονδρεμπορικής τιμής - ΟΤΣ). Από όλους τους πελάτες της ΔΕΗ μόνο οι βιομηχανίες της υψηλής και συγκεκριμένες κατηγορίες πελατών της μέσης τάσης έχουν πληρώσει αυξήσει καλύπτοντας το επιπλέον κόστος για τη ΔΕΗ.

Τιτάν

Η απόφαση για τη χρηματιστηριακή "μετακόμιση” της τσιμεντοβιομηχανίας Τιτάν στις Βρυξέλλες, αποκάλυψε το ανταγωνιστικό μειονέκτημα των διεθνοποιημένων ελληνικών ομίλων, κυρίως στο σκέλος της χρηματοδότησης. Εκτός όμως από τη χρηματοδότηση στο καθαρά λειτουργικό κομμάτι, υπάρχουν και άλλα σημαντικά προβλήματα με κυριότερο το κόστος ενέργειας.

Άλλωστε με δεδομένο ότι όλες οι υφιστάμενες παραγωγικές δραστηριότητες δεν επηρεάζονται από τις αποφάσεις που ανακοινώθηκαν την περασμένη Πέμπτη, είναι σαφές ότι το ενεργειακό πρόβλημα συνεχίζει να βρίσκεται ψηλά στην ατζέντα. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν ο Τιτάνας αντιμετωπίζει το ίδιο σοβαρό πρόβλημα, όπως όλες οι ευρωπαϊκές τσιμεντοβιομηχανίες, ότι δηλαδή δεν είναι επιλέξιμος για την αντιστάθμιση που λαμβάνουν άλλοι βιομηχανικοί κλάδοι για το κόστος των ρύπων.

Στο θέμα του ενεργειακού κόστους, μάλιστα είχε πολλάκις αναφερθεί και ο επικεφαλής του ομίλου Δ. Παπαλεξόπουλος, υπογραμμίζοντας τον κίνδυνο της διαρροής άνθρακα, δηλαδή της μετανάστευσης βιομηχανιών από την ΕΕ εξαιτίας του ανταγωνιστικού μειονεκτήματος στο ενεργειακό κόστος σε σχέση με τις γειτονικές με την Ευρώπη αγορές που δεν επιβαρύνονται με κόστη ρύπων (πχ Τουρκία).

Είναι σαφές ότι οι εξελίξεις γύρω από τον Τιτάνα, αυξάνουν την πίεση και διαφοροποιούν τα δεδομένα γύρω από τις κρίσιμες διαπραγματεύσεις μεταξύ της ΔΕΗ και της βιομηχανίας για τα τιμολόγια του ρεύματος. Ιδιαίτερα μάλιστα όταν πληθαίνουν οι πληροφορίες ότι γνωστοί βιομηχανικοί όμιλοι έχουν αποφασίσει αύξηση των ωρών διαθεσιμότητας και μείωση των ωρών λειτουργίας, υπό την πίεση του υψηλού ενεργειακού κόστους.